ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι τρεις πρώτοι αιώνες
Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, όλος ο χριστιανικός κόσμος δοκιμάζεται σκληρά: οι διωγμοί αναγκάζουν τους πρώτους χριστιανούς να κρύβονται για να μπορέσουν να τελέσουν τη λατρεία τους αλλά και για να εξασφαλίσουν την ίδια τους τη ζωή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Η ιερά υμνωδία είναι λιτή. Χρησιμοποιούνται κυρίως ύμνοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Κατά την περίοδο αυτή δεν ψάλλουν συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά όλοι οι παρόντες στη λατρεία πιστοί. Όπως προαναφέραμε, η υμνωδία ήταν λιτή. Έτσι λοιπόν το εκκλησίασμα μπορούσε να παρακολουθεί το μέλος και κατά συνέπεια να συμψάλλουν τα ιερά άσματα με μία φωνή. Καθώς όμως χρόνο με το χρόνο οι χριστιανοί αυξάνονταν, ήταν δύσκολη η από κοινού ψαλμωδία. Για το λόγο αυτό, καθιερώθηκε από πολύ νωρίς στην Εκκλησία, η τάξη των ψαλτών.
Γενικά, κατά την περίοδο αυτή, τέθηκαν οι πρώτες βάσεις της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: ο Ιγνάτιος ο θεοφόρος (+103 μ.Χ.), ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (+220 μ.Χ.) και ο Ωριγένης ο μέγας (+254 μ.Χ.)
Ο τέταρτος μ.Χ. αιώνας
Από τη στιγμή που ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε αυτοκράτορας κι ανέδειξε πρωτεύουσά του το Βυζάντιο, νέος άνεμος ελευθερίας άρχισε να φυσά για τους χριστιανούς εκείνης της εποχής: η χριστιανική εκκλησία δε βρήκε μόνο την ειρήνη, αλλά και την προστασία και υποστήριξη εκ μέρους του επίσημου κράτους.
Οι χριστιανοί είναι πλέον ελεύθεροι να τελέσουν τη λατρεία τους. Το εκκλησιαστικό μέλος καλλιεργείται επιμελώς και σημειώνει γρήγορη εξέλιξη. Το υμνολόγιο πλουτίζεται με νέους ύμνους. Η άλλοτε πτωχή μουσική επένδυση των τριών πρώτων αιώνων, γίνεται πιο σύνθετη και παρουσιάζει μεγαλύτερες τεχνικές απαιτήσεις. Διακρίνονται, έτσι, οι τέσσερις κύριοι ήχοι και εμφανίζονται τα ειρμολογικά μέλη κι έπειτα τα στιχηραρικά
Η εκκλησία κατά την περίοδο αυτή, παρά την εξωτερική γαλήνη, αντιμετωπίζει εσωτερικές αναταραχές από τις αιρέσεις. Εκτός από τα άλλα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί για να διαδώσουν τις δοξασίες τους, χρησιμοποιούσαν και μουσική, που δεν ταίριαζε με το ύφος της εκκλησίας. Έτσι λοιπόν οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας όπως ο Αθανάσιος ο μέγας (295 – 373 μ.Χ.), ο Εφραίμ ο Σύριος (306 – 378), ο Βασίλειος ο μέγας (330 – 379), ο Ιωάννης ο Χρισόστομος (344 – 407 μ.Χ.), καταβάλλουν πολλές προσπάθειες για τη τεχνικότερη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής μουσικής.
Στη Δύση τεχνικότερο μέλος εισήγαγε ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων. Το Αμβροσιακό μέλος, είχε ως βάση του τους τέσσερεις ήχους της ελληνικής μουσικής, δώριο, φρύγιο, λύδιο και μιξολύδιο .
Δύο αιώνες αργότερα, αναφαίνεται στη Δύση νέος διαμορφωτής της εκκλησιαστικής μουσικής, ο άγιος Γρηγόριος ο διάλογος, πάπας Ρώμης (540 – 604 μ.Χ.) που εισήγαγε τους τέσσερις πλαγίους ήχους. Στον ίδιο δε αποδίδεται και η εισαγωγή του στιχηραρικού είδους στην εκκλησιαστική υμνωδία
Κατά την περίοδο αυτή, που χρονολογικά εκτείνεται μέχρι το τέλος του Ζ΄ αιώνα, παρατηρούμε μεγάλη άνθιση της εκκλησιαστικής μουσικής. Οι περισσότεροι υμνογράφοι ήταν συγχρόνως και μουσικοί και συνθέτες του μέλους. Εκτός από αυτούς που προαναφέραμε σπουδαιότεροι είναι: Κύριλλος πατριάρχης Ιεροσολύμων (+386 μ.Χ.), Ρωμανός ο μελωδός (ΣΤ΄ αιώνας), ο Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης (Ζ΄ αιώνας) κ.α.
Η εκπαίδευση των ψαλτών
Η εκπαίδευση των ψαλτών γινόταν σε ειδικές σχολές. Επί Θεοδοσίου του αυτοκράτορος (τέλη Δ΄ αιώνος) αναφέρεται ότι στην Κωνσταντινούπολη εδίδασκαν την εκκλησιαστική μουσική, διδάσκαλοι της μουσικής. Κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (482 – 565 μ.Χ.) ο ναός της του Θεού Σοφίας είχε 25 ιεροψάλτες, εκτός αυτών δε και 100 αναγνώστες οι οποίοι βοηθούσαν στην ψαλμωδία. Το χορό των ιεροψαλτών διηύθυνε ο πρωτοψάλτης, που χρησιμοποιούσε τη λεγόμενη χειρονομία. Η χειρονομία, που ήταν σε χρήση μέχρι τα μέσα περίπου του ΙΖ΄ αιώνα, εγίνετο με διάφορες κινήσεις του δεξιού χεριού και έδειχνε, συνήθως, το σύνθημα της έναρξης και της παύσης της ψαλμωδίας, καθώς επίσης τον τρόπο εκτέλεσης και το ρυθμό του άσματος.
Leave a Reply
You must be logged in to post a comment.